Ψηφίστηκε κατά πλειοψηφία η τροπολογία της υπουργού Εργασίας Έφης Αχτσιόγλου για τον κατώτατο μισθό.
«Σήμερα είναι σημαντική ημέρα για τον κόσμο της εργασίας και την κυβέρνησή μας, γιατί σήμερα κάνουμε ένα σημαντικό βήμα για την υλοποίηση της κορυφαίας δέσμευσης που αναλάβαμε απέναντι στη μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία. Η δέσμευση αυτή δεν ήταν άλλη από την ενίσχυση του διαθέσιμου εισοδήματος, την αύξηση των μισθών των εργαζομένων», ανέφερε, μιλώντας στη Βουλή, η υπουργός Εργασίας, Έφη Αχτσιόγλου και σημείωσε ότι «αυτή η κυβέρνηση θα ψηφίσει τον ενιαίο αυξημένο κατώτατο μσθό τον Ιανουάριο του 2019».
«Η ενίσχυση του διαθέσιμου εισοδήματος και η αύξηση των μισθών των μισθωτών όλης της χώρας αποτελεί την κεντρική πολιτική στόχευση αυτής της κυβέρνησης και εμείς αυτήν την υπηρετούμε με την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων στη χώρα που από τον Αύγουστο του 2018 είναι πραγματικότητα», τόνισε υπουργός. Σε αυτό το σημείο επισήμανε ότι η κυβέρνηση επέμεινε σθεναρά σε αυτλην την επαναφορά διότι αποτελεί τον βασικό μηχανισμό, με τον οποίο οι εργαζόμενοι μπορούν να διεκδικούν καλύτερους μισθούς και όρους εργασίας. Όπως ενημέρωσε, ήδη, λίγες ημέρες μετά την καθαρή έξοδο από το πρόγραμμα, έχουν επεκταθεί επτά κλαδικές συμβάσεις που καλύπτουν περίπου 200.000 μισθωτούς σε όλη τη χώρα και αυτό συνεπάγεται άμεση αύξηση των μισθών τους. Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση, υλοποιώντας τη δέσμευσή της για την ενίσχυση του διαθέσιμου εισοδήματος και την αύξηση των μισθών, φέρνει σήμερα αυτήν την τροπολογία για την επιτάχυνση της διαδικασίας για την αύξηση του κατώτατου μισθού, είπε η κ. Αχτσιόγλου και πρόσθεσε: «Ο νέος ενιαίος αυξημένος κατώτατος μισθός θα θεσπιστεί από αυτήν την κυβέρνηση τον Ιανουάριο του 2019».
Η κ. Αχτσιόγλου υπενθύμισε ότι «ο κατώτατος μισθός περικόπηκε το 2012, με επιλογή της τότε συγκυβέρνησης της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, μέσα σε μια νύχτα κατά 22% και κατά 32% για τους νέους» και «ταυτόχρονα, με επιλογή της συγκυβέρνησης ΝΔ και ΠΑΣΟΚ πάγωσαν οι συλλογικές διαπραγματεύσεις στη χώρα, και ουσιαστικά απαγορεύτηκε στους εργαζόμενους να διεκδικούν και να πετυχαίνουν καλύτερους μισθούς και όρους εργασίας».
«Αυτές οι δύο κορυφαίες επιλογές, με δραματικές συνέπειες, έγιναν τότε διότι υπηρετούσαν την αντίληψη ότι η ανάπτυξη θα μπορούσε να επανέλθει στη χώρα μόνο στη βάση της συντριβής της εργασίας» υπογράμμισε η υπουργός Εργασίας, παρατηρώντας ότι «αυτές οι δύο ολέθριες επιλογές συνέτριψαν το εισόδημα των εργαζομένων και εκτίναξαν και την ανεργία στο δυσθεώρητο 27,9% στα μέσα του 2013».
Στον αντίποδα αυτής της αντίληψης για την ανάπτυξη, όπως είπε, αυτή η κυβέρνηση είπε εξ’ αρχής ότι η ανάπτυξη μπορεί να επανέλθει μόνο μέσα από την ενίσχυση του διαθέσιμου εισοδήματος των εργαζομένων, με την ενίσχυση της διαπραγματευτικής δύναμής τους, τη θωράκιση των δικαιωμάτων τους. Σύμφωνα με την ίδια, αυτό το σχέδιο η κυβέρνηση το υπηρέτησε και εντός του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής με σκληρή διαπραγμάτευση, ώστε να τεθούν κανόνες και να θωρακιστεί η εργασία.
«Σήμερα η κυβέρνηση, μετά την καθαρή έξοδο από το μνημόνιο, θωρακίζει πιο έντονα την εργασία με την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων που ήδη σημαίνει αύξηση μισθών για δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενους στη χώρα, μέσα από την επέκταση των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων, το κάνει και με το σημερινό βήμα για την επιτάχυνση της διαδικασίας για την αύξηση του κατώτατου μισθού, που θα μας οδηγήσει τον Ιανουάριο του 2019 στη θέσπιση ενός ενιαίου ενισχυμένου αυξημένου κατώτατου (μισθού) για όλους τους εργαζόμενους χωρίς δυσμενείς ρατσιστικές ηλικιακές διακρίσεις, οι οποίες επιβλήθηκαν με επιλογή της τότε συγκυβέρνησης ΝΔ και ΠΑΣΟΚ» ανέφερε η κ. Αχτσιόγλου. Όπως συμπλήρωσε, από εδώ και πέρα η κυβέρνηση θα αποδεικνύει μέρα με την ημέρα ότι η έξοδος από το μνημόνιο δεν ήταν μία συμβολική ενέργεια, αλλά μία μετάβαση σε